συγκερνώ

συγκερνώ
(α) (αόρ. συνεκέρασα, παθ. αόρ. (ε)συγκεράστηκα, μετχ. πρκ. συγκεκραμένος) μετ.
1) смешивать (жидкости); 2) умерять, ослаблять, смягчать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συγκερνώ" в других словарях:

  • συγκερνώ — άω, Ν βλ. συγκεραννύω …   Dictionary of Greek

  • συγκεραννύω — ΝΜΑ, και συγκερνώ, άω, και συγκιρνώ, άω, Ν, και συγκιρνῶ, άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, άω, Α [κεράννυμι / κεραννύω] 1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους 2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»